- υλωρική
- η, Ν(παλ. όρος) κλάδος τής δασολογίας που ασχολείται με την προστασία τού δάσους από τους κάθε είδους εχθρούς του.[ΕΤΥΜΟΛ. < υλωρός. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στο Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.